Η κατάρρευση ενός ακόμα ερειπωμένου κτηρίου αποκαλύπτει, για μια ακόμα φορά, την «ωρολογιακή βόμβα», που συγκροτούν περισσότερα από 1000 ερειπωμένα κτίρια του Πειραιά, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια περιοίκων και διερχόμενων και πολλές φορές την υγιεινή καθώς κάποια μετατρέπονται σε άθλιους σκουπιδότοπους.
Πολλά από αυτά τα κτήρια έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα και έχουν εγκαταλειφθεί στη τύχη τους, καθώς από τότε που χαρακτηρίστηκαν μια σειρά κτήρια κανένας δεν παρακολουθεί την εξέλιξή τους, εάν έχουν καταστραφεί, εάν έχουν γκρεμιστεί ή ακόμα εάν εξακολουθούν να συντρέχουν λόγοι για να παραμένουν χαρακτηρισμένα.
Σε πολλά κτήρια, που υπολογίζονται στο 55% του συνόλου, τα προβλήματα εγκατάλειψης δημιουργούνται λόγω της πολυιδιοκτησίας.
Όμως, όπως κατέδειξε πρόσφατη έρευνα (2023) του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, περισσότερα από 100 κτήρια, τα μεγαλύτερα όλων, ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε ασφαλιστικούς οργανισμούς ή σε κοινωφελή ιδρύματα, ενώ ένας επίσης σημαντικός αριθμός μεγάλων ακινήτων ανήκει σε τράπεζες ή σε εταιρείες της κτηματαγοράς. Αυτοί, για δικούς τους λόγους επιλέγουν τη μη αξιοποίηση.
Σε αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση και ο Δήμος δεν μπορούν να παραμένουν θεατές και να μαζεύουν μόνο τα συντρίμμια κτηρίων που καταρρέουν ή καταστρέφονται από πυρκαγιές.
Πρέπει τώρα:
-Να γίνει καταγραφή όλων των κτηρίων, να κατηγοριοποιηθούν, να αξιολογηθεί η σημασία του καθενός και η κατάσταση του και όπου χρειάζεται να συνταχθούν εκθέσεις επικινδυνότητας και να ληφθούν μέτρα ασφάλειας.
-Με αρχή από τα κτήρια, ιδιοκτησίας του Δημοσίου, η πόλη να διεκδικήσει την αξιοποίηση αυτών των κτηρίων, που στο σύνολό τους αθροίζουν εκτάσεις χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων και μπορούν να αξιοποιηθούν για πολλές χρήσεις.