H χρήση νέων καυσίμων e-fuels στη ναυτιλία θα μπορούσε να υποστηρίξει έως και τέσσερα εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας έως το 2050, διπλάσιες από τον αριθμό των ναυτικών που υπηρετούν σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Νέα έκθεση του Παγκόσμιου Ναυτιλιακού Φόρουμ (GMF), που διεξήχθη από την εταιρεία συμβούλων μηχανικών και βιώσιμης ανάπτυξης Arup, τονίζει ότι η επίτευξη του στόχου θα απαιτήσει μεγάλες ποσότητες κλιμακούμενων καυσίμων μηδενικών εκπομπών, σημαντικό ποσοστό των οποίων θα είναι τα e-fuels με βάση το υδρογόνο.
Σύμφωνα με την GMF, η δημιουργία των θέσεων εργασίας θα παρατηρηθεί σε τρεις κύριες φάσεις της αλυσίδας εφοδιασμού: παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, παραγωγή υδρογόνου και παραγωγή ηλεκτρονικού καυσίμου.
Όπως επισημαίνεται, η πλειονότητα των θέσεων εργασίας θα προέλθει κυρίως από τις επενδύσεις στην κατασκευή μονάδων παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που θα δημιουργηθούν κυρίως στη δεκαετία του 2030, όταν η ένταση των επενδύσεων θα είναι υψηλότερη.
Αυτές περιλαμβάνουν απασχόληση σε τομείς όπως η κατασκευή και η εγκατάσταση, η λειτουργία και η συντήρηση της υποδομής, προκειμένου να διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα.
Η Διεθνής Ένωση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας Agency τονίζει ότι η πρόσβαση εργασίας στον συγκεκριμένο τομέα δημιουργεί καλύτερες εργασιακές συνθήκες για τους εργαζόμενους καθώς οι θέσεις είναι υψηλότερης ειδίκευσης, καλύτερα αμειβόμενες και υψηλότερης ποιότητας από εκείνες στους παραδοσιακούς τομείς των ορυκτών καυσίμων.
Τι είναι τα e-fuels
Σύμφωνα με τον γαλλικό νηογνώμονα Bureau Veritas, τα ηλεκτρονικά καύσιμα παράγονται με τη χρήση ανανεώσιμης ενέργειας (για παράδειγμα ηλιακή ή αιολική) ή απαλλαγμένης από τον άνθρακα ηλεκτρικής ενέργειας.
Το πράσινο υδρογόνο είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλων των τύπων ηλεκτρονικών καυσίμων καθώς λαμβάνεται μέσω της διαδικασίας της ηλεκτρόλυσης, που χρησιμοποιεί ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια ή ηλεκτρική ενέργεια χωρίς άνθρακα. Υπάρχουν πολλά είδη ηλεκτρονικών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων αερίων όπως το ηλεκτρονικό υδρογόνο, το ηλεκτρονικό μεθάνιο και η ηλεκτρονική αμμωνία ή υγρών όπως η ηλεκτρονική μεθανόλη ή το ηλεκτρονικό ντίζελ.
Κλιμάκωση ζήτησης
Σύμφωνα με την έκθεση του GMF, οι προβλέψεις δείχνουν ότι η ζήτηση της ναυτιλίας για ηλεκτρονικά καύσιμα θα μπορούσε να κλιμακωθεί γρήγορα σε πάνω από 500 εκατομμύρια τόνους έως το 2040, ενώ θα αυξηθεί σε 600 εκατομμύρια τόνους έως το 2050.
Η κάλυψη αυτής της ζήτησης θα μπορούσε να απαιτήσει επιπλέον 2 Τεραβάτ (TW) δυναμικότητας παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και 1 Τεραβάτ (TW) δυναμικότητας παραγωγής υδρογόνου μέχρι το 2050.
Σε αυτό το σενάριο, απαιτούνται επενδύσεις ύψους έως και 3,2 τρισ. λιρών (4 τρισ. δολαρίων) για τη στήριξη της ανάπτυξης υποδομών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παραγωγής υδρογόνου και εγκαταστάσεων παραγωγής καυσίμων για ηλεκτρονική αμμωνία για τη ναυτιλία.
H μελέτη υποστηρίζει ότι οι επενδύσεις στις χώρες του Νότου, όπου το κλίμα παρέχει τις καλύτερες προϋποθέσεις για την παραγωγή ηλεκτρονικών καυσίμων, έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας σε σχέση με μια αντίστοιχη επένδυση σε χώρες του Βορρά.
Αυτό υποδηλώνει ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες μόχλευσης των επενδύσεων προς την κατεύθυνση της ευρύτερης δημιουργίας θέσεων εργασίας στην πράσινη μετάβαση.
Ανάγκες εκπαίδευσης
Πρόσφατη μελέτη που ανατέθηκε από την Task Force Maritime Just Transition διαπίστωσε ότι έως και 800.000 ναυτικοί θα μπορούσαν να χρειαστούν πρόσθετη εκπαίδευση στα πλοία για τον χειρισμό εναλλακτικών καυσίμων και τεχνολογιών έως τα μέσα της δεκαετίας του 2030.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Accelleron, οι Ολλανδοί διαχειριστές πλοίων είναι βέβαιοι ότι τα ηλεκτρονικά καύσιμα θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο έως το 2030 και θα καταστούν απαραίτητα έως το 2040.
Πέρυσι, τα κράτη-μέλη του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) συμφώνησαν σε μια καταληκτική ημερομηνία για την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, με στόχο την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) «μέχρι το 2050 ή γύρω από αυτό».
Αυτή η ημερομηνία λήξης υποστηρίζεται από ενδεικτικά σημεία ελέγχου που ζητούν τη μείωση των εκπομπών κατά 20% (επιδίωξη 30%) έως το 2030 και 70% (επιδίωξη 80%) έως το 2040.