ο οποίος ενθρόνισε στο Ναό την Ιερά Εικόνα της Παναγίας, της επικαλουμένης «Κανάλας».
Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του, ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, στον τιμώμενο Άγιο Ελευθέριο Επίσκοπο Ιλλυρικού και την μητέρα του Ανθία, αλλά και σε ένα πρόσφατο θαυμαστό γεγονός που συνέβη στην Παναγιοσκέπαστη πόλη μας μία ημέρα μετά την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος.
«Η Μητρόπολή μας είναι πραγματικά Παναγιοσκέπαστη και οφείλαμε χάριτας εις την Υπεραγία Θεοτόκο δια αυτήν της την μεγάλη ευλογία να έχει εις την καρδίαν της, υπό την σκέπη της και την ευλογίαν της, την ναύλοχο πόλη μας», είπε ο Σεβασμιώτατος υπενθυμίζοντας δύο από τα θαυμαστά περιστατικά που συνέβησαν στον Πειραιά: την θεραπεία της θανατηφόρου και λοιμώδους ευλογιάς το 1895, αλλά και την εμφάνιση της Παναγίας μας το βράδυ της 24ης προς 25η Μαρτίου 1929, στον Ιερό Ναό της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς.
«Η Παναγία, λοιπόν, έχει ειδική μέριμνα και σκέπη για την πόλη μας και την Μητρόπολή μας και αυτή την εύνοιά της την κατέδειξε με το μεγάλο αυτό γεγονός: σε κάθε Ναό που έχει στον χώρο αυτόν η Αγία μας Εκκλησία, να ενθρονιστεί και από ένα εικόνισμά της, από μια ιερά της εικόνα που να διηγείται και να απτοποιεί το μυστήριο της αγάπης της και της Παναγιότητός της», επεσήμανε ο Σεβασμιώτατος και υπογράμμισε πως η χάρη της Παναγίας «επιδαψίλευσε αυτή την ιερή ευλογία, να ενθρονίσουμε σήμερα, εν μέσω πληθούσης Εκκλησίας, το ιερό της εικόνισμα που είναι επικεκλημένο ως ‘’Κανάλα’’, γιατί είναι αντίγραφο της θαυματουργού και περιπύστου εικόνος της, η οποία θαυματουργικά ανευρέθη τον 18ο αιώνα, στο θαλάσσιο πέρασμα μεταξύ Κύθνου και Σερίφου, στις Κυκλάδες, που αποκαλείται από τους ντόπιους ‘’κανάλι’’». «Για αυτό, λοιπόν, η θαυμαστή αυτή εικόνα που έπλεε επί της θαλάσσης» «απεκλήθη ‘’Κανάλα’’», πρόσθεσε και συνέχισε: «Η εικόνα αυτή έχει μιαν ιεράν διαφοροποίηση. Η Θεοτόκος, όπως βέβαια πάντοτε, κρατεί τον Χριστό, αλλά ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος, στρέφει το βλέμμα Του εις ένα εκ των δύο Αρχαγγέλων που περικοσμούν την ιερά εικόνα. Ο ένας είναι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και ο άλλος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Προς τον Γαβριήλ, λοιπόν, κοιτάει ο Κύριος της Δόξης για να σηματοδοτήσει ακριβώς το μέγα μυστήριο της Θείας Του Ενανθρωπήσεως, διότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν εκείνος ο οποίος έφερε τον Αρχαγγελικό ασπασμό και ανήγγειλε την έναρξη του Θείου σχεδίου της Θείας Οικονομίας».
«Αυτή την ιερά εικόνα που μας προευπρεπίζει για το μεγάλο θαύμα των Χριστουγέννων, το οποίο και θα εορτάσουμε σε λίγες ημέρες, έχουμε πλέον ως πυξίδα ζωής, ως στήριγμα και ευλογία, μέσα σε αυτόν τον Ιερό Ναό, ο οποίος περικοσμείται καθημερινά και εκλαμπρύνεται και μεγαλύνεται με μια υπέροχη αγιογραφία και με μια καταπληκτική και δυναμική πνευματική ζωή», σημείωσε στην συνέχει, εκφράζοντας τις ευχαριστίες του τόσο προς τους Ιερείς του Ναού για το πνευματικό έργο που επιτελούν, όσο και προς το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, τους ιεροψάλτες, τις κυρίες του φιλοπτώχου και όλους όσοι διακονούν τον Ιερό Ναό με αγάπη και αφοσίωση».
«Καθώς κοιτούμε το Ιερό εικόνισμα της Παναγίας μας, καταλαβαίνουμε το ιερό χρέος του κάθε ενός και της κάθε μιας από εμάς και αυτό ακριβώς το ιερό χρέος σηματοδοτούν» η Αγία Ανθία και ο Άγιος Ελευθέριος «ο Επίσκοπος Ιλλυρικού, ο οποίος στην απαλή ηλικία, μόλις 15 ετών, με την προτροπή της Αγίας μητέρας του εισήλθε στην διακονία της Εκκλησίας, στους σκληρούς εκείνους και πέτρινους χρόνους των ρωμαϊκών διωγμών της πίστεως», επεσήμανε ο Σεβασμιώτατος υπογραμμίζοντας πως «η Αγία του μητέρα, κατά μίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, ενέπνευσε εις τον Υιό της την Θεοσέβεια».
«Η Παναγία κρατούσα τον Κύριο που πρόκειται σε τριάντα τρία χρόνια από της Γεννήσεώς του να ανεβεί στο μαρτυρικό Σταυρό του Μαρτυρίου υπέρ της του κόσμου ζωής, και η Αγία Ανθία να ποδηγετεί τον υιό της Ελευθέριον στην εις Χριστόν πίστη, να ενσταλάζει σε αυτόν τα ζείδωρα της αληθείας του Ευαγγελίου, τον πόθο και τον έρωτα του Θεού και να τον οπλίζει, ώστε μετά δυνάμεως και πίστεως να ανθέξει ακόμη και το φρικώδες μαρτύριο εις το οποίο τον υπέβαλε η ρωμαϊκή εξουσία των καιρών του. Και όπως η Παναγία, έσπευσε, δακρύουσα και αλγούσα βαρύτατα να εναγκαλιστεί το νεκρό σώμα του Κυρίου της Ζωής, του Υιού της και Θεού των απάντων, καθώς αποκαθηλώθηκε από το Σταυρό του Γολγοθά, έτσι και η Αγία Ανθία έσπευσε να εναγκαλιστεί, το νεκρό σώμα του μάρτυρος υιού της Ελευθερίου Επισκόπου Λυρικού, όταν τον αποκεφάλισαν μέσα στο Κολοσσαίο της Ρώμης» τόνισε σε άλλο σημείο του κηρύγματός του.
Στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε σε ένα ακόμα θαύμα που συνέβη στην Παναγιοσκέπαστη πόλη μας. «Δοξάζουμε τον Θεόν, διότι δεν μας εγκαταλείπει, παρόλες τις αμαρτίες μας, τις πτώσεις μας, τις χυδαιότητές μας. Λειτουργεί ακόμη και θα λειτουργεί για πάντα η Αγάπη Του και η ευσπλαχνία Του θα μας περιβάλλει και θα μας διαφυλάσσει, παρότι εμείς συνεχίζουμε τον κατήφορο της ανομίας. Και βλέπουμε σήμερα το θεσμικό κακό να γίνεται έννομο αγαθό και να υψώνεται και να κορυβαντιά στις μέρες μας και οι άνθρωποι, αντί να συστέλλονται και να λυπούνται, να το χειροκροτούν και να το επευφημούν. Κι όμως ο Πανάγιος Θεός δεν μας εγκαταλείπει», είπε αρχικά, εξηγώντας πως «η Μητρόπολή μας έζησε ένα θαύμα που κατέδειξε και πάλι τη δύναμη της πίστεώς μας και το ότι αυτό το οποίο κηρύσσουμε, δεν είναι ανθρώπινες επινοήσεις αλλά είναι αποκάλυψη του Κυρίου της Ζωής».
«Την επόμενη νύχτα της εορτής του Αγίου Σπυρίδωνος» «έβαλαν μία βόμβα, πολύ ισχυρή βόμβα πίσω ακριβώς από το ιερό του Αγίου Σπυρίδωνος». «Η βόμβα εξερράγη. Ήτο μεγάλης δυνάμεως». «Το ωστικό κύμα που ήταν μόλις δυόμιση – τρία μέτρα από το Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, έπρεπε να καταστρέψει όλους τους υαλοπίνακες του Ναού». «Και όμως σαν ένα αόρατο χέρι σκέπασε το Ναό και το ωστικό κύμα αυτής της φοβερής εκρήξεως ξεπέρασε το Ναό και κατέστρεψε 18 καταστήματα κάτω από το Ναό», «τα οποία έκαμε θρύψαλα». «Και όχι μόνον τούτο», συνέχισε, «κατέστρεψε όλους τους υαλοπίνακες του μεγάλου και επιβλητικού κτηρίου του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου. Ο Ναός δεν έπαθε την παραμικρά ζημία. Ούτε ένα μικρό τζαμάκι δεν κατέπεσε», τόνισε. «Επιτρέπει, λοιπόν, ο Θεός ελεύθερα να ασχημονούμε, γιατί αυτή είναι η δυνατότητα που μας χάρισε: να Τον επιλέγουμε, να Τον αρνούμεθα, αλλά την ίδια στιγμή παρεμβαίνει θαυμαστώς και προστατεύει το λαό Του. Όπως ακριβώς έγινε αυτό το μεγάλο θαύμα που πράγματι όλοι κατεπλάγησαν», πρόσθεσε.
Ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, αναφερόμενος στο πρόσωπο της Παναγίας, επεσήμανε πως «το μεγαλύτερο δώρο που μπορούμε να της προσφέρουμε δεν είναι υλικής φύσεως, αλλά είναι τώρα που έρχονται Χριστούγεννα να καθαρίσουμε με την Ιερά Εξομολόγηση και με την Θεία Κοινωνία της καρδιές μας, για να γεννηθεί μέσα ο Σωτήρας Χριστός και να έρθει επιτέλους στον κόσμο μας, στη ζωή μας, στην κοινωνία μας, στην οικουμένη η ειρήνη του Θεού».